μελάνους

μελάνους
μελάνους, -ουν (Μ)
μελανός, μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελανός κατά τα βαρύτονα επίθ. σε -ους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελανούς — μελανός black pigment masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλιο(ν) — και παλλίο(ν), το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον) επενδύτης νεοελλ. 1. στενή και επιμήκης λωρίδα μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με πέντε ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους τής Δυτικής Εκκλησίας, ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”